κρουπιέρης

κρουπιέρης
και κρουπιέ, ο
υπάλληλος χαρτοπαικτικής λέσχης που επιβλέπει το ποντάρισμα τών παικτών, μοιράζει τα κέρδη στους παίκτες και συγκεντρώνει τα χρήματα τού πάγκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. croupier < γαλλ. croupe «νώτα, οπίσθια ίππου»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κρουπιέρης — ο (λ. γαλλ.), υπάλληλος χαρτοπαικτικής λέσχης, που μοιράζει τα κέρδη στους παίκτες και μαζεύει τα κέρδη του μπάγκου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”